- ταβλάριος
- ταβλ-άριος, ὁ, = Lat.A tabularius, PSI3.281.39 (ii A.D.), IGRom.4.679 ([place name] Eulandra), etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταβλάριος — ὁ, Α γραμματοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tabularius «γραμματοφύλακας»] … Dictionary of Greek
ταβουλ(λ)άριος — ὁ, Α αρχειοφύλακας τής κεντρικής και περιφερειακής διοίκησης τού Βυζαντίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tabularius «γραμματοφύλακας» (πρβλ. ταβλάριος)] … Dictionary of Greek